υαινόδους

υαινόδους
-οντος, ο, Ν
(παλαιοντ.) γένος απολιθωμένων σαρκοφάγων θηλαστικών, τυπικό τής οικογένειας υαινοδοντίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyaenodon < ύαινα + οδών / οδούς, οδόντος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υαινοδοντίδες — (Hyaenodontidae). Οικογένεια σαρκοβόρων θηλαστικών, από την κατηγορία των ψευδοκριοδόντων, που έζησε κατά το παλαιογενές της τριτογενούς διάπλασης στην Ευρώπη και βόρεια Αμερική. Τα ζώα της οικογένειας αυτής είχαν μακρουλό και χοντροκομμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”